πασιμέλων

πασιμέλων
πᾱσῐ-μέλων, ουσα, ον,
A a care or interest to all, world-famous,

πλοῦς Str.1.2.40

; esp. of the ship Argo, Od.12.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πασιμέλων — a care masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιμέλων — ούσα, ον, Α αυτός που έχει την φροντίδα ή το ενδιαφέρον όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + μέλων, μτχ. τού μέλω «φροντίζω, ενδιαφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πασιμέλουσα — πᾱσιμέλουσα , πασιμέλουσα fem nom/voc sg πασιμέλων a care fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιμέλουσαν — πᾱσιμέλουσαν , πασιμέλουσα fem acc sg πασιμέλων a care fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”